См. также в других словарях:
εκτελής — ἐκτελής, ές (Α) 1. τέλειος, τελειωμένος («τὰ δ ἀγάθ ἐκτελῆ γενέσθαι», Αισχ.) 2. α) (για σιτηρά) ώριμος («εὔχεσθαι δὲ ἐκτελέα βρίθειν Δημήτερος ἱερὸν ἀκτήν», Ησίοδ.) β) (για πρόσ.) «ἤδη πεφυκότ ἐκτελῆ νεανίαν» που είναι πλέον ώριμος νέος, Ευριπ.) … Dictionary of Greek